στελεχηδόν

στελεχηδόν
στελεχ-ηδόν, Adv.
A stem by stem, v.l. for στοιχηδόν, A.R.1.1004.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στελεχηδόν — Α επίρρ. (ποιητ. τ.) κατά στελέχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέλεχος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν, πιθ. αντί στοιχηδόν] …   Dictionary of Greek

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”